Σας το παραθέτω, προς προβληματισμο και ανάλυσή του..
Το κείμενο που ακολουθεί, χειρόγραφο στην αρχική του μορφή, βρέθηκε το καλοκαίρι του 2003 σε ένα σφραγισμένο φάκελο ο οποίος ήταν κολλημένος στο εσωτερικό του οπισθόφυλλου ενός παλιού βιβλίου, έκδοσης του 1965. Το βιβλίο είχε πρόσφατα αγοραστεί στην εκποίηση ιδιωτικής βιβλιοθήκης λόγω θανάτου του ιδιοκτήτη της και δεν ήταν δυνατόν να εντοπιστεί η αρχική του προέλευση, ή οι ενδιάμεσοι κάτοχοί του, εάν υπήρχαν.
Φίλε αναγνώστη, διαβάζεις αυτές τις γραμμές αφού έχω πια φύγει από αυτό τον κόσμο, ίσως όμως και πριν ακόμα γεννηθώ.
Η ζωή μου ξεκίνησε το 2004, δεν έχει σημασία πού. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να αντιληφθώ ότι η ζωή μου ήταν αρκετά διαφορετική από αυτή των άλλων ανθρώπων γύρω μου. Έζησα τη ζωή μου σε ένα κόσμο αλλιώτικο από αυτόν που ζούσαν όλοι οι άλλοι και δεν ήταν λίγες φορές που αναρωτιόμουνα μήπως δεν έχω τα λογικά μου, ή μήπως απλά δεν υπήρξα ποτέ.
Λένε πώς ο χρόνος είναι ένα ποτάμι που κυλά και σε παρασέρνει μαζί του, χωρίς ποτέ να μπορείς να ανέβεις κόντρα στο ρεύμα του. Για μένα όμως το ρεύμα του χρόνου είχε αντίθετη κατεύθυνση.
Πάντα, από παιδί, ήμουν άνθρωπός κλειστός και μοναχικός. Αργότερα κατάλαβα πώς δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Φίλους δε μπόρεσα να κάνω στα παιδικά μου χρόνια. Ενώ εγώ μεγάλωνα ένα χρόνο, αυτοί γινόντουσαν ένα χρόνο μικρότεροι, μέχρι που έπαυαν να εμφανίζονται στη γειτονιά. Ήταν «πλέον» πολύ μικροί για να παίζουμε. Στο σχολείο έβρισκα κάθε χρόνο διαφορετικούς συμμαθητές, καθώς αυτοί της προηγούμενης χρονιάς ήταν μια τάξη «κάτω» από εμένα. Μη φαντάζεσαι ότι περπατούσα ανάποδα, ή έβλεπα κάθε κίνηση από το τέλος προς την αρχή. Όχι, η ζωή μου ήταν κανονική, ζούσα τη ροή της κάθε μέρας μαζί με τους γύρω μου, όμως όταν ξημέρωνε, η δική μου νέα μέρα ήταν η προηγούμενη για όλους τους υπόλοιπους. Ο χρόνος, ως φυσικό μέγεθος κινούταν για μένα αντίστροφα, όμως κανένας δε φαινόταν να το αντιλαμβάνεται εκτός από εμένα. Η συμπεριφορά τους ήταν λες και όλα κυλούσαν κανονικά.
Καταλαβαίνω ότι έχεις απορίες, ερωτηματικά, ελπίζω κάποια από αυτά να απαντηθούν στη συνέχεια της διήγησής μου.
Όταν έβγαλα την πρώτη μου ταυτότητα αυτή έγραφε πάνω της ημερομηνία γέννησης το 2004. Ήταν το 1997, κι όμως ποτέ, ακόμα και στα χρόνια που «ακολούθησαν», κανείς δεν έδειξε να εκπλήσσεται.
Αδέρφια δεν είχα, ίσως να απέκτησα μετά, ποιος ξέρει. Η πρώτη μου συνειδητή ανάμνηση ήταν περίπου στην ηλικία των 3 ετών. Δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο, απλά οι ακαθόριστες, σχεδόν ονειρικές εικόνες που σηματοδοτούν την πρώτη ανάμνηση του κάθε ανθρώπου. Θυμάμαι ακόμα, αμυδρά, τις τραγικές εικόνες από …, όχι αγαπητέ αναγνώστη δεν πρέπει να σου πώ, δεν ξέρω ποιος είναι ο χρόνος που διαβάζεις και δεν έχω το δικαίωμα να σε ταράξω με αυτά που θυμάμαι, αλλά για σένα ίσως δεν έχουν ακόμα συμβεί. Αργότερα ήρθαν οι Ολυμπιακοί της Αθήνας, το 2004, τη χρονιά που γεννήθηκα, όμως και πάλι πρέπει να προσέξω, θα ήταν λάθος να μιλήσω για όσα μπορεί να είναι στο δικό σου μέλλον..
Πολλά χρόνια αργότερα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα πρώτα 4-5 χρόνια της ζωής μου ο χρόνος μου πρέπει να κυλούσε προς τη σωστή κατεύθυνση. Μετά, για κάποιο ανεξήγητο λόγο η ροή του αντιστράφηκε και ξαναγύρισα στο 2004 και πιο πίσω. Έτσι έζησα περίπου 8 χρόνια πηγαίνοντας στο 2008 και ξαναγυρίζοντας πίσω στο 2004.
Στο σπίτι οι γονείς μου δεν έδειχναν να παραξενεύονται όταν καθώς εγώ μεγάλωνα αυτοί γινόντουσαν νεώτεροι. Ίσως τα μάτια τους να έβλεπαν κάποια άλλη πραγματικότητα. Ήμουν περίπου 9 ετών όταν προσπάθησα να τους δώσω να καταλάβουν ότι η ζωή μου δεν κυλά όπως θα έπρεπε. Θυμάμαι τα γεμάτα απορία βλέμματα τους και την προσπάθεια της μητέρας μου να μου εξηγήσει ότι ήμουν απλά κουρασμένος και αν έπεφτα να κοιμηθώ την άλλη μέρα όλα θα ήταν μια χαρά. Το επόμενο πρωϊ κρυφάκουσα τη συζήτησή τους για το αν έπρεπε να με δεί κάποιος «ειδικός». Ήταν και οι δύο τους προβληματισμένοι, φαντάζομαι πώς η συμπεριφορά μου θα πρέπει έτσι κι αλλιώς να ήταν παράξενη από καιρό, καθώς το άγουρο μυαλό μου προσπαθούσε να συμβιώσει με μια πραγματικότητα αντίθετη προς τα βασικά ένστικτα. Ήταν καλοί άνθρωποι οι γονείς μου και στα χρόνια που ακολούθησαν έκαναν ότι μπορούσαν για να με «κάνουν καλά». Με είδαν αρκετοί «ειδικοί» και σχεδόν όλοι τους κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι ήμουν ένα μοναχικό παιδί που «καλό θα ήταν να αποκτήσει μεγαλύτερη επαφή με συνομήλικους του». Κάποιοι μάλιστα ήθελαν να με κρατήσουν για παρακολούθηση, κάτι στο οποίο οι γονείς μου ήταν πάντα αρνητικοί.
Όσο μεγάλωνα έπαψα να λέω αυτά που ένιωθα, προσπάθησα να δείχνω φυσιολογικός. Ίσως επειδή βαρέθηκα τους «ειδικούς», ίσως επειδή δεν ήθελα να βλέπω τους γονείς μου προβληματισμένους, ίσως επειδή απλά προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι όλα ήταν καλά.
Πρέπει να ήμουν, σε απόλυτους αριθμούς, 18 ετών όταν το 1994 είδα τους γονείς μου να γιορτάζουν τη 1η επέτειο του γάμου τους. Το θεώρησαν απόλυτα φυσιολογικό, έστω και αν εγώ ήμουν 18 ετών, μόλις 5 χρόνια μικρότερος από τη μάνα μου. Εκείνο το βράδυ πήρα την απόφασή μου. Η οικογένεια μέσα στην οποία μεγάλωσα σε λίγο δε θα υπήρχε πια, ή δε θα είχε δημιουργηθεί ακόμα, διάλεξε και πάρε ποια έκφραση είναι η πιο αντιπροσωπευτική. Το τι ακριβώς θα συνέβαινε και ποια μορφή θα έπαιρνε η ζωή μου ήταν κάτι που δεν ήθελα να το μάθω, ίσως φοβόμουν.
Την επόμενη μέρα τους ανακοίνωσα ότι θα έφευγα. Είπα πώς ήθελα να ταξιδέψω για λίγο καιρό και μετά να αποφασίσω τι θα κάνω με το μέλλον μου. Έδειξαν να το περίμεναν, δεν υπήρξε καμία αντίρρηση. Δύο μέρες μετά τους αποχαιρέτησα, ήξερα ότι δε θα ξαναγύριζα ποτέ πίσω και νομίζω ότι το ήξεραν και αυτοί. Ήταν πια δύο νέοι άνθρωποι, όμως τα μάτια τους ήταν γερασμένα, τα μάτια των γονιών που έβλεπαν για τελευταία φορά το παιδί τους.
Στην αρχή έκανα κάποια αραιά τηλέφωνα, μετά προτίμησα τις κάρτες και σύντομα γράμματα. Ένα χρόνο μετά, περίπου την ημερομηνία του γάμου τους, φρόντισα να λάβουν ένα απλό μπουκέτο λουλούδια. Δεν τόλμησα να ξαναγράψω ή να ξαναπάρω τηλέφωνο.
Στην πόλη που γεννήθηκα ξαναγύρισα 15 χρόνια αργότερα και μια παρόρμηση με οδήγησε κοντά στο πατρικό του πατέρα μου. Θυμάμαι τις στιγμές σαν τώρα. Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωϊνό, στεκόμουν σε ένα μικρό πάρκο απέναντι στην πόρτα του σπιτιού. Κάποια στιγμή αυτή άνοιξε και ένα καστανόξανθο αγόρι, περίπου 10 χρονών, πετάχτηκε έξω κρατώντας στα χέρια του την τσάντα του σχολείου του, γελώντας και φωνάζοντας. Ήταν σα να έβλεπα παιδική μου φωτογραφία, δε μπορούσα να κάνω λάθος. Πέρασε το δρόμο προς τη μεριά που στεκόμουν και μόλις με είδε σταμάτησε και στράφηκε προς εμένα. Με πλησίασε αργά, διστακτικά, άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το δικό μου. «Είσαι καλά;» με ρώτησε. «Καλά είμαι, εσύ;» απάντησα. «Να προσέχεις» μου είπε και το βλέμμα του καρφώθηκε στα μάτια μου, γλυκό σαν του μικρού παιδιού που ήταν, και συνάμα προστατευτικό σαν του πατέρα που επρόκειτο να γίνει. «Πρέπει να φύγω τώρα» είπε και πήρε ξανά το δρόμο του. Εκείνη τη μέρα έκλαψα, όσο ποτέ στη ζωή μου. Έκλαψα για το παιδί που ήμουν κάποτε και όσα δεν έζησε, έκλαψα για τους γονείς μου που έχασα με τρόπο πιο τρομακτικό και από το θάνατο, έκλαψα για τη χωρίς νόημα ζωή μου.
Πέρασα τα χρόνια μου ταξιδεύοντας και μελετώντας το χρόνο και τα μυστήρια του. Προσπαθούσα πάντα να βρώ κάποιο νόημα, κάποια λογική ερμηνεία σε αυτό που μου συνέβαινε. Οικονομικά δεν είχα ποτέ πρόβλημα, βλέπεις το να έχεις ζήσει το μέλλον έχει και κάποια πλεονεκτήματα. Τα βιβλία της ιστορίας, οι εφημερίδες, το παρελθόν του κόσμου στον οποίο ζούσα σαν παρείσακτος επισκέπτης, ήταν για μένα το μέλλον.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου